Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

είναι πέντε χρόνια

  • 1 уже

    уже I
    1. нареч ήδη, πιά, κιόλας:
    он \уже уехал ήδη ἀνεχώρησε, ἔφυγε κιόλας· он \уже не маленький δέν εἶναι πιά μικρός· вот \уже... ἐδώ καί...· вот \уже пять лет прошло́ с тех пор, как... πέρασαν κιόλας πέντε χρόνια ἀπό τότε·
    2. частица καί μόνον, μοναχά:
    \уже по лицу́ ее он понял, что случилось неладное ἀπό τήν ὅψη της μόνον κατάλαβε πώς συνέβη κάτι κακό.
    у́же II
    сравнит, ст. от узкий и у́зко.

    Русско-новогреческий словарь > уже

  • 2 в

    κ. во πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτώση.
    1. προσδιορίζει: τόπο, κατεύθυνση, θέση, τομέα δράσης• εις, στον, στην κ.τ.τ.,σε, για•

    положить в ящик βάζω στο κιβώτιο•

    товар находится в ящиках хо εμπόρευμα είναι στα κιβώτια•

    уеду в Афины θα φύγω για την Αθήνα•

    живу в Афинах ζω στην Αθήνα•

    подать заявление в университет υποβάλλω αίτηση στο Πανεπιστήμιο•

    учусь в университете σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο•

    уйти в работу φεύγω για τη δουλιά•

    он весь день в работе αυτός όλη τη μέρα είναι στη δουλιά.

    2. προσδιορίζει μορφή, κατάσταση, είδος• σε•

    лекарство в порошках φάρμακο σε σκονάκια•

    сахар в кусках ζάχαρη (σε) κομμάτια.

    3. δείχνει την εξωτερική όψη, το περίβλημα, την ενδυμασία• αποδίδεται στην ελληνική με τις προθέσεις: σε, στον, στην κ.τ.τ., μπορεί όμως και χωρίς αυτές•

    одеться в шубу φορώ τη γούνα•

    4. σημαίνει ποσό μονάδων σε• ή και χωρίς την πρόθεση•

    комедия в трех действиях κωμωδία σε τρεις πράξεις•

    длиной в два метра μάκρος δυο μέτρα.

    5. προσδιορίζει χρόνο• (μέσα) σε, στον, στην κ.τ.τ. ή και χωρίς ελλ. πρόθεση•

    в ночь на четверг τη νύχτα της Πέμπτης•

    в один день (μέσα) σε μια μέρα•

    в прошлом году τον περασμένο χρόνο (πέρυσι)•

    приду в пятницу θα έρθω την Παρασκευή•

    разница в годах διαφορά στα χρόνια.

    || προσδιορίζει τομέα• στον, στην κ.τ.τ. знаток в литературе γνώστης (κάτοχος) της φιλολογίας.
    6. δείχνει πολλαπλάσιο•

    в три раза больше τρεις φορές περισσότερο.

    7. χάριν, για, στο, στα•

    сказать в шутку λέγω για αστεία, στ’ αστεία, χάριν αστειότητας.

    8. δείχνει ομοιότητα•

    мальчик весь в отца το παιδί είναι ίδιος (απαράλλαχτος) πατέρας, μοιάζει σ’ όλα τον πατέρα.

    9. με προθετ. χρησιμοποιείται για καθορισμό απόστασης• σε•

    в двух шагах от меня (σε) δυο βήματα από μένα•

    в пяти минутах ходьбы от города πέντε λεπτά μακριά από την πόλη με τα πόδια.

    10. δείχνει τη σειρά• κατά•

    во-первых (κατά) πρώτον•

    в-третьих (κατά) τρίτον•

    в-шестых έκτον.

    Большой русско-греческий словарь > в

  • 3 день

    дня α.
    1. μέρα, ημέρα•

    солнечный день ηλιόλουστη μέρα•

    буднишний день εργάοιμη μέρα, η καθημερινή•

    рабочий день εργάσιμη μέρα•

    праздничный день γιορτινή μέρα•

    наступит день θά έρθει η μέρα•

    следующий день η επόμενη μέρα, η επαύ-ριο•

    санитарный день μέρα καθαριότητας των εδωδιμοπωλείων.

    2. εικοσιτετράωρο, μερόνυχτο•

    он пять дней болел αυτός ήκχν άρρωστος πέντε μέρες.

    3. ημερομηνία. || γιορτή•

    день печати μέρα του τύπου•

    день радио μέρα του ραδίου•

    день артиллерии μέρα του πυροβολικού•

    день победы μέρα της νίκης•

    день военно-морского флота μέρα του πολεμικού ναυτικού•

    день рождения τα γενέθλια•

    международный женский день διεθνής μέρα της γυναίκας.

    4. καιρός, χρόνος, εποχή, χρονική περίοδος•

    в дни молодости στα νεανικά χρόνια•

    в наши дни στον καιρό μας, στις μέρες μας.

    || ζωή•

    конец дней το τέλος των ημερών•

    закат дней τό βασίλεμα της ζωής.

    εκφρ.
    считанные дни – μετρημένες είναι οι μέρες, πλησιάζει το τέλος•
    чрный день – δύστυχος καιρός, μαύρες (δυστυχισμένες) μέρες•
    повс-тка ή порядок дня – ημερήσια διάταξη•
    третьего дня – προχτές•
    дни (чьи) сочтены – οι μέρες του είναι μετρημένες, έφτασε το τέλος•
    день в – ακριβώς στην καθορισμένη μέρα•
    день за день – μονότονα, στερεότυπα•
    изо дня в день – καθημερινά•
    ото дня – από μέρα σε μέρα (βαθμιαία)•
    со дня на день – α) από μέρα σε μέρα. β) μια από τις προσεχείς μέρες•
    на днюπαλ. στη διάρκεια της μέρας, τη μέρα•
    на днях – αυτές τις μέρες•
    не по дням, а по часам растт – με τις ώρες μεγαλώνει•
    скоромный день – αρτήσιμη μέρα (μη απαγόρευση κρεάτων και γαλακτερών)•
    постный день – νηστήσιμη μέρα•
    несколько дней тому назад – πριν μερικές μέρες•
    в назначенный – ί-την καθορισμένη μέρα•
    каждый день – κάθε μέρα, καθημερινά•
    с каждым днм – μέρα με τη μέρα, κάθε μέρα και (βαθμιαία)•
    в один прекрасный день – ένα ωραίο πρωί, μιά καλή μέρα•
    за два дня до – δυό μέρες πριν, την προπαραμονή•
    на другой день – την άλλη μέρα, την επαύριο•
    день спустя – μια μέρα μετά, υστερ' από μια μέρα•
    завтрашний день – η αυριανή μέρα, η αύριο•
    в течение сегоднящего дня – στη διάρκεια της σημερινής μέρας, όλη τη μέρα σήμερα•
    до сего дня ή до сегоднящего дня – μέχρι σήμερα•
    день на день не приходится – η μιά μέρα με την άλλη δε μοιάζει.

    Большой русско-греческий словарь > день

См. также в других словарях:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

  • Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»